Η Ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια βιώνει μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη. Μετά από μία δεκαετία αρχικά κρίσης και στη συνέχεια καθόδου και ύφεσης, η οικονομία έχει πια περάσει στην φάση της ανόδου κατά την οποία το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξάνεται σταθερά, η ανεργία μειώνεται και η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα. Ωστόσο, η οικονομική ανάλυση δεν σταματάει στην αύξηση του ΑΕΠ. Στο μάθημα των Αρχών Οικονομικής Θεωρίας (ΑΟΘ) μαθαίνουμε ότι ο δείκτης του ΑΕΠ, παρότι χρήσιμος, έχει ορισμένες σημαντικές αδυναμίες που εξηγούν γιατί η αύξησή του δεν αντικατοπτρίζεται στο ίδιο βαθμό στο βιοτικό επίπεδο όλων των νοικοκυριών. Ας δούμε πώς αυτές οι θεωρητικές αρχές εφαρμόζονται στην πραγματική οικονομία της Ελλάδας.
Η Ανάκαμψη του ΑΕΠ
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το ονομαστικό (δηλαδή σε τρέχουσες τιμές) ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2025 εκτιμάται στα 242 δισεκατομμύρια ευρώ. Η οικονομία έχει επιδείξει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά την πανδημία, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 5,6% το 2022, 2% το 2023 και 2,3% το 2024. Αυτή η ανάπτυξη οφείλεται σε παράγοντες όπως ο δυναμικός κλάδος του τουρισμού (περίπου 32 εκατομμύρια τουρίστες το 2023), η ισχυρή ναυτιλία και οι επενδύσεις που προήλθαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτά τα νούμερα, όμως, είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας.
Οι αδυναμίες του ΑΕΠ ως δείκτης ευημερίας
Το βιβλίο του ΑΟΘ υπογραμμίζει ότι το ΑΕΠ “είναι η συνολική αξία σε χρηματικές μονάδες των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα σ’ ένα συγκεκριμένο έτος” ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητα και χρησιμότητά του ως δείκτης ευημερίας, παρουσιάζει παράλληλα ορισμένες σημαντικές ατέλειες και αδυναμίες:
1. Αγνοεί την ιδιοκατανάλωση και τη μη αμειβόμενη εργασία
Το ΑΕΠ δεν περιλαμβάνει την αξία της ιδιοκατανάλωσης και της μη αμειβόμενης εργασίας, όπως η οικιακή εργασία, η φροντίδα παιδιών και συγγενών. Χιλιάδες ώρες πολύτιμης εργασίας που συμβάλλουν στην ευημερία των νοικοκυριών και στη λειτουργία της κοινωνίας δεν αποτυπώνονται στα επίσημα οικονομικά στοιχεία. Αυτό δημιουργεί μια ελλιπή εικόνα της πραγματικής παραγωγικής δραστηριότητας στη χώρα.
2. Είναι ποσοτικός και όχι ποιοτικός δείκτης
Μια χώρα μπορεί να έχει αυξανόμενο ΑΕΠ αλλά να πληρώνει ένα υψηλό περιβαλλοντικό τίμημα. Το ΑΕΠ δεν διαχωρίζει μεταξύ δραστηριοτήτων που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής και αυτών που την υποβαθμίζουν, εφόσον αυτές δεν έχουν κάποια επίδραση στην τιμή των αγαθών και υπηρεσιών. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η βαριά βιομηχανία τουρισμού μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ, αλλά ο υπερπληθυσμός σε δημοφιλείς προορισμούς ή η περιβαλλοντική ρύπανση από τη μεταφορά τουριστών και εμπορευμάτων δεν αφαιρούνται από τον υπολογισμό του. Η βιωσιμότητα και το περιβαλλοντικό κόστος της ανάπτυξης παραμένουν αόρατα στο ΑΕΠ.
3. Δεν λαμβάνει υπόψη την σύνθεση της παραγωγής και την κατανομή του εισοδήματος
Το ΑΕΠ εκφράζει το μέγεθος της παραγωγής, ωστόσο δεν μας πληροφορεί για το είδος των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται ούτε για το πώς κατανέμεται αυτή η παραγωγή (εισόδημα) μεταξύ των ατόμων στην οικονομία. Η Ελλάδα έχει συντελεστή Τζίνι (Gini), ο οποίος μετρά την εισοδηματική ανισότητα, 31,8. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ μπορεί να συγκεντρώνεται δυσανάλογα σε συγκεκριμένες ομάδες ή γεωγραφικές περιοχές, αφήνοντας άλλες πίσω. Επιπλέον, το 26,9% του πληθυσμού κινδυνεύει με φτώχεια ή κοινωνική απομόνωση, ένα γεγονός που δεν απωτυπώνεται στο συνολικό ΑΕΠ.
4. Αποκλείει την παραοικονομία
Το ΑΕΠ υπολογίζεται μόνο από καταγεγραμμένες και φορολογούμενες δραστηριότητες, αγνοώντας πλήρως την παραοικονομία (δηλαδή την αδήλωτη ή παράνομη οικονομική δραστηριότητα). Οι εκτιμήσεις για το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα ποικίλλουν, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό:
- Μια μελέτη του ΔΝΤ (2024) καταγράφει μείωση της παραοικονομίας από 30% του ΑΕΠ το 2013 σε 15-16% το 2021, με τάση για περαιτέρω πτώση.
- Άλλες πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, ωστόσο, την τοποθετούν στο 20,9% (Τράπεζα της Ελλάδας) ή και ακόμη υψηλότερα.
- Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκτιμά ότι η παραοικονομία αγγίζει τα 41 δισ. ευρώ, ποσό ίσο με το 27% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών.
Αυτό σημαίνει ότι ένα τεράστιο τμήμα της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας, όπως συναλλαγές σε μετρητά χωρίς παραστατικά, αδήλωτη εργασία κ.λπ., λείπει από το επίσημο ΑΕΠ, παραμορφώνοντας την αντίληψη για το πραγματικό βιοτικό επίπεδο.
Συνοπτική εικόνα των αδυναμιών του ΑΕΠ στην Ελλάδα
Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει πώς οι θεωρητικές αδυναμίες του ΑΕΠ ως δείκτης ευημερίας, εκδηλώνονται στην ελληνική πραγματικότητα:
Προχωρώντας πέρα από το ΑΕΠ
Η ανάκαμψη του ΑΕΠ της Ελλάδας είναι αναμφίβολα καλά νέα. Ωστόσο, όπως μας διδάσκουν οι Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, η οικονομική ευημερία δεν μπορεί να συνοψιστεί σε έναν μόνο δείκτη. Μια ανθρωποκεντρική ανάπτυξη απαιτεί να εξετάσουμε και άλλους παράγοντες: την ισότητα στην κατανομή του πλούτου, την ποιότητα του περιβάλλοντος, την έκταση της άτυπης οικονομίας και την αξία της μη αμειβόμενης εργασίας.
Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών δεν αναιρεί την αξία του ΑΕΠ, αλλά μας επιτρέπει να το χρησιμοποιούμε με κριτική σκέψη και να αντιληφθούμε γιατί η αύξησή του δεν αντικατοπτρίζεται στο ίδιο βαθμό στην ευημερία του συνόλου των ατόμων στην οικονομία.
